- δεξιήνεμος
- -η, -ο(για πλοίο ή για την πορεία του) αυτός που δέχεται τον άνεμο από τα δεξιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξι- < (θ. αορ.) εδεξάμην τού ρ. δέχομαι* + άνεμος. Το -η- τής λ. οφείλεται στον νόμο τής εκτάσεως εν συνθέσει. (Για τον μορφολογικό σχηματισμό πρβλ. αλεξίκακος, βροντησικέραυνος, τερψίμβροτος κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικόν Ονοματολόγιον τών Λ. Παλάσκα, Α. Κουμελά, Φ. Ιωάννου].
Dictionary of Greek. 2013.